- ἀνίεροι
- ἀνίεροςunholymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνιεροῖ — ἀνιερόω dedicate pres ind mp 2nd sg ἀνιερόω dedicate pres opt act 3rd sg ἀνιερόω dedicate pres ind act 3rd sg ἀνιερόω dedicate pres ind mp 2nd sg ἀνιερόω dedicate pres opt act 3rd sg ἀνιερόω dedicate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek